Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκιωτός
σκλῆμα
σκλῆναι
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
View word page
σκληρίασις
σκληρ-ίᾱσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
induration of the eyelid
,
Gal.
14.770
.
ShortDef
induration of the eyelid
Debugging
Headword:
σκληρίασις
Headword (normalized):
σκληρίασις
Headword (normalized/stripped):
σκληριασις
IDX:
94973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94974
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρ-ίᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">induration of the eyelid</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.770 </span>.</div> </div><br><br>'}