Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκιφός
σκιφύδριον
σκιώδης
σκιώδιον
σκιωτός
σκλῆμα
σκλῆναι
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
View word page
σκληρασία
σκληρ-ᾰσία
,
ἡ
,
A).
hardening
,
κασσιτέρου
PLeid.X.
81
.
ShortDef
hardening
Debugging
Headword:
σκληρασία
Headword (normalized):
σκληρασία
Headword (normalized/stripped):
σκληρασια
IDX:
94969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94970
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρ-ᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hardening</span>, <span class="quote greek">κασσιτέρου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLeid.X.</span> 81 </span> .</div> </div><br><br>'}