Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιφίας
σκιφίζω
σκιφίνιον
σκίφος
σκιφός
σκιφύδριον
σκιώδης
σκιώδιον
σκιωτός
σκλῆμα
σκλῆναι
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρογέως
View word page
σκλῆναι
σκλῆναι,
A). v. σκέλλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκλῆναι
Headword (normalized):
σκλῆναι
Headword (normalized/stripped):
σκληναι
IDX:
94965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94966
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκλῆναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκέλλω</span> .</div> </div><br><br>'}