Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
Σκίτων
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκιφίζω
σκιφίνιον
σκίφος
σκιφός
σκιφύδριον
σκιώδης
σκιώδιον
σκιωτός
σκλῆμα
σκλῆναι
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
View word page
σκιφός
σκῑφός, , όν,= κνιπός, Suid. (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιφός
Headword (normalized):
σκιφός
Headword (normalized/stripped):
σκιφος
IDX:
94959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῑφός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,= <span class="foreign greek">κνιπός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> (s.v.l.).</div><br><br>'}