σκῖρος
σκῖρος, ὁ,
A). hard (perh. chalk) land overgrown with bushes, scrub, ; 1.19 τῶν ξύλων .. τῶν ἐν τοῖς ς. ib. 144 ; = πυρρώδης (ῥυπώδης cj. Mein.) γῆ acc. to ap. ; σκ[ε]ίρα (leg. σκῖρα) .. χωρία ὕλην ἔχοντα εὐθετοῦσαν εἰς φρύγανα, ; σκ[ε]ῖρος·. . ἄλσος καὶ δρυμός, Id. (but opp. δρυμός, Tab.Heracl. ll.cc.); ἠὲ ς. ἔην, νῦν αὖ θέτο τέρματ’ Ἀχιλλεύς , 23.332 333 as shortd. into one line by (here = ῥίζα, διὰ τὸ ἐσκιάσθαι acc. to Sch.T ad loc.).
2). hardened swelling or tumour, induration, Mul. 1.18 ( τὸν σκῖρον [σκίρρον codd.] σκῦρον ὀνομάζει s.v. σκυρωθῶσι ), ( 2.7 σκύρου cod.), 9 (σκύρον cod.), 56 , , 11.736 CD 1.14 ( σκίρρος codd.).
3). σκίρρος,= γύψος, (cod. A in marg.); also σκίρρα, = γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος , Id. (written σκίρα Id. s.v. σκίρος ); γῆ