Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιοθήριον
σκιόθηρον
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιομαχέω
σκιοποιέω
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκιοτροφέω
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
σκίπτω
σκίπων
Σκίρα
Σκιράδιον
σκιραίνω
View word page
σκιοτροφέω
σκῐο-τροφέω, σκῐο-τροφία,
A). v. σκια- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιοτροφέω
Headword (normalized):
σκιοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
σκιοτροφεω
IDX:
94900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐο-τροφέω</span>, <span class="orth greek">σκῐο-τροφία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκια-</span> .</div> </div><br><br>'}