Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκινίς
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιοθήριον
σκιόθηρον
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιομαχέω
σκιοποιέω
σκιόπρυμνον
σκιόπρῳρον
σκιοτροφέω
σκίουρος
σκιοφανής
σκιοφόρος
σκιόφως
σκιόψυκτος
σκίπτω
View word page
σκιομαχέω
σκῐο-μαχέω, σκῐο-μαχία,
A). v. σκια- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιομαχέω
Headword (normalized):
σκιομαχέω
Headword (normalized/stripped):
σκιομαχεω
IDX:
94896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐο-μαχέω</span>, <span class="orth greek">σκῐο-μαχία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκια-</span> .</div> </div><br><br>'}