Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκινδάριον
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψίζομαι
σκινδαψός
κινδαψοῖο
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθαρίζω
σκινθός
σκινίς
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
σκιοθήρης
σκιοθηρικός
σκιοθήριον
σκιόθηρον
σκιόθρεπτος
σκιομαντεία
σκιομαχέω
View word page
σκινίς
σκινίς
,
A).
v.
σκιαινίς
.
σκιογράφος
, v.
σκιαγράφος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκινίς
Headword (normalized):
σκινίς
Headword (normalized/stripped):
σκινις
IDX:
94886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94887
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκινίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκιαινίς</span> . <span class="orth greek">σκιογράφος</span>, v. <span class="ref greek">σκιαγράφος</span> .</div> </div><br><br>'}