Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκίμπτομαι
σκίμπων
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλεύω
σκινδάριον
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψίζομαι
σκινδαψός
κινδαψοῖο
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθαρίζω
σκινθός
σκινίς
σκιοειδής
σκιόεις
σκιοθηρέω
View word page
σκινδαψίζομαι
σκινδαψ-ίζομαι
,
βλιτυριζόμενον ἐρῶ σφυγμον καὶ -ιζόμενον
coined as examples of meaningless jargon,
Gal.
8.662
; cf. sq.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκινδαψίζομαι
Headword (normalized):
σκινδαψίζομαι
Headword (normalized/stripped):
σκινδαψιζομαι
IDX:
94879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94880
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκινδαψ-ίζομαι</span>, <span class="foreign greek">βλιτυριζόμενον ἐρῶ σφυγμον καὶ -ιζόμενον</span> coined as examples of meaningless jargon, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.662 </span>; cf. sq.</div><br><br>'}