Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιμβός
σκίμβρον
σκιμπόδιον
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίμπων
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλεύω
σκινδάριον
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψίζομαι
σκινδαψός
κινδαψοῖο
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθαρίζω
σκινθός
View word page
σκινδαλεύω
σκινδᾰλεύω,= ἀνασταυρόω, Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκινδαλεύω
Headword (normalized):
σκινδαλεύω
Headword (normalized/stripped):
σκινδαλευω
IDX:
94875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκινδᾰλεύω</span>,= <span class="foreign greek">ἀνασταυρόω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}