Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκιμβασμός
σκιμβός
σκίμβρον
σκιμπόδιον
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίμπων
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλεύω
σκινδάριον
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψίζομαι
σκινδαψός
κινδαψοῖο
σκίνδιον
σκινδύλιον
σκινθαρίζω
View word page
σκινδαλαμοφράστης
σκινδᾰλᾰμοφράστης
,
ου
,
ὁ
,
A).
straw-splitter,
AP
11.354
(
Agath.
).
ShortDef
a straw-splitter
Debugging
Headword:
σκινδαλαμοφράστης
Headword (normalized):
σκινδαλαμοφράστης
Headword (normalized/stripped):
σκινδαλαμοφραστης
IDX:
94874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94875
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκινδᾰλᾰμοφράστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">straw-splitter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 11.354 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}