Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάδες
σκιμβάζω
σκιμβασμός
σκιμβός
σκίμβρον
σκιμπόδιον
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίμπων
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλεύω
σκινδάριον
σκίνδαρος
σκινδαφός
σκινδαψίζομαι
σκινδαψός
View word page
σκίμπων
σκίμπων,
A). v. σκίπων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκίμπων
Headword (normalized):
σκίμπων
Headword (normalized/stripped):
σκιμπων
IDX:
94870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκίμπων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκίπων</span> .</div> </div><br><br>'}