Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλοκρόμμυον
σκιλλομαχία
σκίλλος
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάδες
σκιμβάζω
σκιμβασμός
σκιμβός
σκίμβρον
σκιμπόδιον
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκίμπων
σκίναξ
σκίναρ
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
View word page
σκιμβασμός
σκιμβασμός· φιλήματος εἶδος, Hsch. σκιμβόλος· ἠλίθιος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιμβασμός
Headword (normalized):
σκιμβασμός
Headword (normalized/stripped):
σκιμβασμος
IDX:
94864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94865
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκιμβασμός·</span> <span class="foreign greek">φιλήματος εἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκιμβόλος·</span> <span class="foreign greek">ἠλίθιος</span>, Id.</div><br><br>'}