σκιλλῑτικός,
ή,
όν,(
σκίλλα)
A). of squills,
ὄξος ς. vinegar
of squills,
Dsc. 2.171 ,
Archig. ap.
Orib. 44.26.11 , etc.; sts. wrongly written
σκιλλητικός:—also
σκιλλητικώδης,
ες (leg.
σκιλλιτ-),=
σκιλλιτικός,
Gal. 13.242 ;
σκίλλινος,
η,
ον,
Dsc. Eup. 1.75 ,
Archig. ap.
Orib. 8.1.32 .