Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκιδαρόν
σκιδαφή
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιθακός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλοκρόμμυον
σκιλλομαχία
σκίλλος
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάδες
σκιμβάζω
View word page
σκιθακός
σκιθακός, , a fish,= τράχουρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιθακός
Headword (normalized):
σκιθακός
Headword (normalized/stripped):
σκιθακος
IDX:
94853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκιθακός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a fish,= <span class="foreign greek">τράχουρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}