Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκιδαρόν
σκιδαφή
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιθακός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλοκρόμμυον
σκιλλομαχία
σκίλλος
σκιλλώδης
σκιμαλίζω
σκίμαλλος
σκιμβάδες
View word page
σκιή
σκιή, σκιητροφέω,
A). v. σκιά, σκιατροφέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιή
Headword (normalized):
σκιή
Headword (normalized/stripped):
σκιη
IDX:
94852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94853
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκιή</span>, <span class="orth greek">σκιητροφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκιά, σκιατροφέω</span> .</div> </div><br><br>'}