Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατραφτροφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκιδαρόν
σκιδαφή
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιθακός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλοκρόμμυον
σκιλλομαχία
σκίλλος
σκιλλώδης
View word page
σκιδαφή
σκιδαφή·
ἀλώπηξ
,
An.Ox.
2.302
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκιδαφή
Headword (normalized):
σκιδαφή
Headword (normalized/stripped):
σκιδαφη
IDX:
94849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94850
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκιδαφή·</span> <span class="foreign greek">ἀλώπηξ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.302 </span>.</div><br><br>'}