Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιατραφέω
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατραφτροφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκιδαρόν
σκιδαφή
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιθακός
σκίλλα
σκιλλιτικός
σκιλλοκρόμμυον
σκιλλομαχία
σκίλλος
View word page
σκιδαρόν
σκιδαρόν· ἀραιόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιδαρόν
Headword (normalized):
σκιδαρόν
Headword (normalized/stripped):
σκιδαρον
IDX:
94848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκιδαρόν·</span> <span class="foreign greek">ἀραιόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}