Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκίασις
σκίασμα
σκιαστής
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφέω
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατραφτροφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκιδαρόν
σκιδαφή
σκίδνημι
σκιερός
σκιή
σκιθακός
View word page
σκιατροφία
σκῐᾱτροφ-ία,
A). v. σκιατραφία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιατροφία
Headword (normalized):
σκιατροφία
Headword (normalized/stripped):
σκιατροφια
IDX:
94843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94844
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐᾱτροφ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκιατραφία</span> .</div> </div><br><br>'}