σκιατροφέω
σκῐᾱτροφ-έω, Ion. σκῐητροφέω; Att. also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.):(σκιά, τρέφω):—
A). rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] :— Pass., 28.3 keep in the shade, shun heat and labour, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο ; 6.12 μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp. 546.8 ( v.l. -τροφ- ) ; καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Oec. 4.2 , cf. Fr. 11p.59H. ( -τροφ-, v.l. -τραφ- ); ἐσκιατ ραφημένη ( v.l. -τροφ- ) σωμάτων ἕξις ; 2.8d ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους ; of a plant, 30.7 σκιατροφούμενος growing in the shade, CP 2.7.4 .
II). intr. in Act., wear a shade, cover one's head, σκιητροφέουσι,. . τιάρας φορέοντες : hence also, like Pass., 3.12 πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, R. 556d .
III). ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in