Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστής
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφέω
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατραφτροφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
σκιάω
σκίγγος
σκιδαρόν
View word page
σκιατραφέω
σκῐᾱτρᾰφ-έω,
A). = σκιατροφέω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιατραφέω
Headword (normalized):
σκιατραφέω
Headword (normalized/stripped):
σκιατραφεω
IDX:
94838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐᾱτρᾰφ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σκιατροφέω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}