Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστής
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφέω
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατραφτροφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιατροφίας
σκιαυγέω
View word page
σκιαστής
σκῐ-αστής, οῦ, , Laconian epith. of Apollo, of dub. sense, Lyc. 562 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιαστής
Headword (normalized):
σκιαστής
Headword (normalized/stripped):
σκιαστης
IDX:
94835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐ-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Laconian epith. of Apollo, of dub. sense, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 562 </span>.</div><br><br>'}