Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιάζω
σκιαθίς
σκίαινα
σκιαινίς
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκίασις
σκίασμα
σκιαστής
σκιαστικός
σκιαστός
σκιατραφέω
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατραφτροφία
View word page
σκιαρός
σκῐᾰρός, , όν,
A). v. σκιερός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιαρός
Headword (normalized):
σκιαρός
Headword (normalized/stripped):
σκιαρος
IDX:
94831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐᾰρός</span>, <span class="itype greek">ά</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκιερός</span> .</div> </div><br><br>'}