Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιάγραφος
σκιάδειον
σκιαδεύς
σκιαδηφορέω
σκιαδήφορος
σκιαδίσκη
σκιαδοφορέω
σκιάεις
σκιάζω
σκιαθίς
σκίαινα
σκιαινίς
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
Σκιάποδες
View word page
σκιαδοφορέω
σκῐᾰδο-φορέω, σκῐᾰδο-φόρος,
A). v. σκιαδη-φορέω, -φόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιαδοφορέω
Headword (normalized):
σκιαδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκιαδοφορεω
IDX:
94819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94820
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐᾰδο-φορέω</span>, <span class="orth greek">σκῐᾰδο-φόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκιαδη-φορέω, -φόρος</span> .</div> </div><br><br>'}