Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιάγραφος
σκιάδειον
σκιαδεύς
σκιαδηφορέω
σκιαδήφορος
σκιαδίσκη
σκιαδοφορέω
σκιάεις
σκιάζω
σκιαθίς
σκίαινα
σκιαινίς
σκιακός
σκιαμαχέω
σκιαμαχία
σκιάμαχος
View word page
σκιαδίσκη
σκῐᾰδίσκη, , Dim. of
A). σκιάδειον, πάϊς Κύκης .. ς. φορεῖ γυναιξὶν αὔτως Anacr. 21.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιαδίσκη
Headword (normalized):
σκιαδίσκη
Headword (normalized/stripped):
σκιαδισκη
IDX:
94818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94819
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῐᾰδίσκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Dim. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σκιάδειον, πάϊς Κύκης .. ς. φορεῖ γυναιξὶν αὔτως</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0237.tlg001:21:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0237.tlg001:21.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anacr.</span> 21.13 </a> .</div> </div><br><br>'}