σκηρίπτω
σκηρίπτω,
II). only in Med., δὸς δέ μοι [ῥόπαλον],. . σκηρίπτεσθ’ to support myself withal, ; 17.196 σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε pressing, pushing against it, with hands and feet, 11.595 ; so φρίκη ἐν ῥέθεϊ ς. Th. 721 ; ἐπί τινος ; 2.274 βακτηρίᾳ ib. 317 : abs., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται sustained, ib. 512 . (Found only in pres.; formed by assimilation of σκήπτω ( Ep. only in pres.) to ἐστήρικτο, στηρίξασθαι, etc.( Ep. only in tenses other than pres.).)