Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκηπτρισμός
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκήπων
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγραφικός
σκιάγραφος
σκιάδειον
σκιαδεύς
View word page
σκήπων
σκήπων,
A). v. σκίπων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκήπων
Headword (normalized):
σκήπων
Headword (normalized/stripped):
σκηπων
IDX:
94805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκήπων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκίπων</span> .</div> </div><br><br>'}