Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκήνωμα
σκήνωσις
σκηνωτής
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπήϊον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκηπτρισμός
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκήπων
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιά
σκιαγραφέω
View word page
σκηπτρισμός
σκηπτρισμός
,
ὁ
, dub. sens. in
Cat.Cod.Astr.
8(1).257
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκηπτρισμός
Headword (normalized):
σκηπτρισμός
Headword (normalized/stripped):
σκηπτρισμος
IDX:
94799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94800
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκηπτρισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(1).257 </span>.</div><br><br>'}