Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκήνωσις
σκηνωτής
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπήϊον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκηπτρισμός
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκήπων
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιά
View word page
σκηπτοφόρος
σκηπτοφόρος
, Dor.
σκᾱπτο-
,
ον
,
A).
=
σκηπτροφόρος
,
AP
7.428
(
Mel.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκηπτοφόρος
Headword (normalized):
σκηπτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκηπτοφορος
IDX:
94798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94799
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκηπτοφόρος</span>, Dor. <span class="orth greek">σκᾱπτο-</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σκηπτροφόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.428 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}