Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκηνορραφεῖον
σκηνορράφος
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκήνωσις
σκηνωτής
σκηνωτός
σκηπάνη
σκηπήϊον
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκηπτρισμός
σκηπτροβάμων
σκῆπτρον
View word page
σκηνωτής
σκην-ωτής, οῦ, ,
A). comrade in a tent, Hsch.


ShortDef

comrade in a tent

Debugging

Headword:
σκηνωτής
Headword (normalized):
σκηνωτής
Headword (normalized/stripped):
σκηνωτης
IDX:
94791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκην-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">comrade in a tent</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}