Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκηνεῖον
σκηνεύομαι
σκηνευτής
σκηνέω
σκηνή
σκήνημα
σκηνήτης
σκηνίδιον
σκηνικεύομαι
σκηνικός
σκηνίπτω
σκηνίς
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνόγραφος
σκηνοθήκη
σκηνοπαγής
σκηνοπηγέω
View word page
σκηνίπτω
σκηνίπτω,= διαφθείρω, Hsch.; cf. διασκηνίπτω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηνίπτω
Headword (normalized):
σκηνίπτω
Headword (normalized/stripped):
σκηνιπτω
IDX:
94768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκηνίπτω</span>,= <span class="foreign greek">διαφθείρω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διασκηνίπτω</span>.</div><br><br>'}