Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόριον
σκευοφοριώτης
σκευόφορος
σκευοφυλακέω
σκευοφυλάκιον
σκευόφυλαξ
σκευόω
σκευύφιον
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
View word page
σκευοφοριώτης
σκευοφορ-ιώτης, ου, , comic form of σκευοφόρος, formed after εἰραφιώτης, Eup. 264 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκευοφοριώτης
Headword (normalized):
σκευοφοριώτης
Headword (normalized/stripped):
σκευοφοριωτης
IDX:
94741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκευοφορ-ιώτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, comic form of <span class="foreign greek">σκευοφόρος</span>, formed after <span class="foreign greek">εἰραφιώτης</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:264" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:264/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eup.</span> 264 </a>.</div><br><br>'}