Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευηφορέω
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικὸς
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
View word page
σκευοπλαστικὸς
σκευο-πλαστικὸς τροχός,,
A). potter's wheel, Id.ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκευοπλαστικὸς
Headword (normalized):
σκευοπλαστικὸς
Headword (normalized/stripped):
σκευοπλαστικος
IDX:
94728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκευο-πλαστικὸς</span> <span class="foreign greek">τροχός,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">potter\'s</span> wheel, Id.ibid.</div> </div><br><br>'}