Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκέπτομαι
σκεπτοσύνη
σκέπω
σκεραός
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκερολίγγες
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκεύακας
σκευάριον
σκευασία
σκεύασις
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευηφορέω
σκευογραφία
View word page
σκεύακας
σκεύακας· εὐωνύμους, Hsch. (Perh. σκεv- for σκαιv-.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκεύακας
Headword (normalized):
σκεύακας
Headword (normalized/stripped):
σκευακας
IDX:
94714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκεύακας·</span> <span class="foreign greek">εὐωνύμους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. <span class="foreign greek">σκεv-</span> for <span class="foreign greek">σκαιv-</span>.)</div><br><br>'}