Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκεπηνός
σκεπτέον
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκεπτοσύνη
σκέπω
σκεραός
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκερολίγγες
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκεύακας
σκευάριον
σκευασία
σκεύασις
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστής
View word page
σκερολίγγες
σκερολίγγες· λαικασταὶ ἢ ὠπισταί, Hsch. σκερός· αἰδοιολείκτης, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκερολίγγες
Headword (normalized):
σκερολίγγες
Headword (normalized/stripped):
σκερολιγγες
IDX:
94710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκερολίγγες·</span> <span class="foreign greek">λαικασταὶ ἢ ὠπισταί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκερός·</span> <span class="foreign greek">αἰδοιολείκτης</span>, Id.</div><br><br>'}