Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπηνός
σκεπτέον
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκεπτοσύνη
σκέπω
σκεραός
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκερολίγγες
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκεύακας
σκευάριον
σκευασία
σκεύασις
View word page
σκεραός
σκεραός·
οἶδος
,
Hsch.
σκέρᾰφος
and
σχέραφος
,=
λοιδορία, βλασφημία
, Id.; cf.
κέραφος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκεραός
Headword (normalized):
σκεραός
Headword (normalized/stripped):
σκεραος
IDX:
94707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94708
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκεραός·</span> <span class="foreign greek">οἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκέρᾰφος</span> and <span class="orth greek">σχέραφος</span>,= <span class="foreign greek">λοιδορία, βλασφημία</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">κέραφος</span>.</div><br><br>'}