Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρονόμης
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
ἀγροτέκτων
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροῦαι
ἄγροφον
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
View word page
ἀγροῦαι
ἀγροῦαι· ἀγροῖκοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγροῦαι
Headword (normalized):
ἀγροῦαι
Headword (normalized/stripped):
αγρουαι
IDX:
946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγροῦαι·</span> <span class="foreign greek">ἀγροῖκοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}