Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκελετεύω
σκελετίζω
σκελετός
σκελετώδης
σκέλεφερ
σκελήπερον
σκελίδιον
σκελίζω
σκελίς
σκελίσκος
σκέλισμα
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλίς
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
σκέλος
σκελοτύρβη
View word page
σκέλισμα
σκέλ-ισμα· τὸ ἀείμνημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκέλισμα
Headword (normalized):
σκέλισμα
Headword (normalized/stripped):
σκελισμα
IDX:
94661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκέλ-ισμα·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀείμνημα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}