Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκειρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετά
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετίζω
σκελετός
σκελετώδης
σκέλεφερ
σκελήπερον
σκελίδιον
σκελίζω
σκελίς
σκελίσκος
σκέλισμα
σκελισμός
View word page
σκελετίζω
σκελετ-ίζω
,=
σκελετεύω
,
Zonar.
( Pass.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκελετίζω
Headword (normalized):
σκελετίζω
Headword (normalized/stripped):
σκελετιζω
IDX:
94652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94653
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκελετ-ίζω</span>,= <span class="foreign greek">σκελετεύω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> ( Pass.).</div><br><br>'}