Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδασμός
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκειρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετά
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετίζω
σκελετός
σκελετώδης
σκέλεφερ
σκελήπερον
σκελίδιον
σκελίζω
View word page
σκελετά
σκελετά· σκίλλα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκελετά
Headword (normalized):
σκελετά
Headword (normalized/stripped):
σκελετα
IDX:
94648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94649
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκελετά·</span> <span class="foreign greek">σκίλλα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}