Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκάφος
σκαφώδης
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδασμός
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκειρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετά
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετίζω
σκελετός
σκελετώδης
σκέλεφερ
View word page
σκειρός
σκειρός, σκεῖρος, Σκείρων, etc., incorrect forms of σκῑρός, etc. (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκειρός
Headword (normalized):
σκειρός
Headword (normalized/stripped):
σκειρος
IDX:
94645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκειρός</span>, <span class="orth greek">σκεῖρος</span>, <span class="orth greek">Σκείρων</span>, etc., incorrect forms of <span class="foreign greek">σκῑρός</span>, etc. (q.v.).</div><br><br>'}