Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνταναχωρέω
ἄντανδρος
ἀντάνειμι
ἀντανεμία
ἀντανέχω
ἀντανισόω
ἀντανίστημι
ἀντανίσωμα
ἀντανίσωσις
ἀντανοίγω
ἀνταντάν
ἀντανύω
ἄνταξ
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπατάω
ἀνταπειλέω
ἀνταπερύκω
ἀνταπέχω
View word page
ἀνταντάν
ἀνταντάν· ἐπίβουλον, ἀντίδικον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνταντάν
Headword (normalized):
ἀνταντάν
Headword (normalized/stripped):
αντανταν
IDX:
9463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνταντάν·</span> <span class="foreign greek">ἐπίβουλον, ἀντίδικον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}