Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαφίς
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφλεύς
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος
σκαφώδης
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδασμός
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκειρός
σκελεαγής
View word page
σκαφώδης
σκᾰφώδης, ες,
A). = σκαφοειδής, ὀστέον PLit.Lond. 167.27 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαφώδης
Headword (normalized):
σκαφώδης
Headword (normalized/stripped):
σκαφωδης
IDX:
94636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰφώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σκαφοειδής, ὀστέον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLit.Lond.</span> 167.27 </span>.</div> </div><br><br>'}