Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκαφιόλια
σκάφιον1
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφλεύς
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος
σκαφώδης
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
View word page
σκαφλεύς
σκᾰφ-λεύς, έως, , prob. misspelling of σκαφεύς, Supp.Epigr. 3.207 (Athens, iv B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαφλεύς
Headword (normalized):
σκαφλεύς
Headword (normalized/stripped):
σκαφλευς
IDX:
94629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰφ-λεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, prob. misspelling of <span class="foreign greek">σκαφεύς</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 3.207 </span> (Athens, iv B.C.).</div><br><br>'}