Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαφή2
σκαφητός
σκαφητρός
σκαφηφορέω
σκαφηφορία
σκαφήφορος
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκαφιόλια
σκάφιον1
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφλεύς
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
View word page
σκαφιόλια
σκαφιόλια
,
A).
gloss on
κυάθους
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαφιόλια
Headword (normalized):
σκαφιόλια
Headword (normalized/stripped):
σκαφιολια
IDX:
94622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94623
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαφιόλια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κυάθους</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}