Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαφεύω
σκάφη1
σκαφή2
σκαφητός
σκαφητρός
σκαφηφορέω
σκαφηφορία
σκαφήφορος
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκαφιόλια
σκάφιον1
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφλεύς
σκαφοειδής
View word page
σκαφιδοποιός
σκᾰφῐδοποιός, ,
A). alvearius, Gloss.


ShortDef

alvearius

Debugging

Headword:
σκαφιδοποιός
Headword (normalized):
σκαφιδοποιός
Headword (normalized/stripped):
σκαφιδοποιος
IDX:
94620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰφῐδοποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alvearius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}