Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκάφη1
σκαφή2
σκαφητός
σκαφητρός
σκαφηφορέω
σκαφηφορία
σκαφήφορος
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκαφιόλια
σκάφιον1
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς
View word page
σκαφηφορία
σκᾰφηφορ-ία
,
ἡ
, performance of this service,
AB
280
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαφηφορία
Headword (normalized):
σκαφηφορία
Headword (normalized/stripped):
σκαφηφορια
IDX:
94616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94617
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰφηφορ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, performance of this service, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 280 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}