Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαφείδιον
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκάφη1
σκαφή2
σκαφητός
σκαφητρός
σκαφηφορέω
σκαφηφορία
σκαφήφορος
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκαφιόλια
σκάφιον1
σκάφιον2
View word page
σκαφητρός
σκᾰφ-ητρός
,
ὁ
,
A).
=
σκαφητός
,
PFay.
112.2
,
16
(pl., i A.D.), etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαφητρός
Headword (normalized):
σκαφητρός
Headword (normalized/stripped):
σκαφητρος
IDX:
94614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94615
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰφ-ητρός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σκαφητός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 112.2 </span>, <span class="bibl"> 16 </span> (pl., i A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}