Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαριφησμός
σκάριφος
σκάρος
σκάρος
σκασμός
σκαταμίζω
σκατοφαγέω
σκατόφαγος
σκατοφόροι
σκαῦρος
σκάφαλος
σκαφεία
σκαφείδιον
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκάφη1
σκαφή2
View word page
σκάφαλος
σκάφαλος· ἀντλητήρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκάφαλος
Headword (normalized):
σκάφαλος
Headword (normalized/stripped):
σκαφαλος
IDX:
94602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάφαλος·</span> <span class="foreign greek">ἀντλητήρ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}