Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκάριον
σκαρίς
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάριφος
σκάρος
σκάρος
σκασμός
σκαταμίζω
σκατοφαγέω
σκατόφαγος
σκατοφόροι
σκαῦρος
σκάφαλος
σκαφεία
σκαφείδιον
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
View word page
σκαταμίζω
σκαταμίζω
,
A).
v.
ἐσκατάμιζεν
.
σκατός
and
σκάτους
, gen. of
σκῶρ
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαταμίζω
Headword (normalized):
σκαταμίζω
Headword (normalized/stripped):
σκαταμιζω
IDX:
94597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94598
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαταμίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐσκατάμιζεν</span> . <span class="orth greek">σκατός</span> and <span class="orth greek">σκάτους</span>, gen. of <span class="foreign greek">σκῶρ</span>.</div> </div><br><br>'}